- γαστρίδουλος
- -η, -ο (AM γαστρίδουλος, -ον)κοιλιόδουλος, λαίμαργος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γαστρίδουλος — a slave to one s belly masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαστριδούλου — γαστρίδουλος a slave to one s belly masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαστρίδουλοι — γαστρίδουλος a slave to one s belly masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαστρίδουλον — γαστρίδουλος a slave to one s belly masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαστήρ — η (AM γαστήρ) 1. η κοιλιά, το μέρος τού σώματος που περιέχει τα σπλάχνα, ανάμεσα στον θώρακα και στους μηρούς 2. το στομάχι 3. φρ. α) «βόσκειν ἥν γαστέρα» να γεμίσει την κοιλιά του Όμ. β) «γαστέρες οἶον» μόνο κοιλιές, μόνο για φαΐ (Ησίοδ.) μσν.… … Dictionary of Greek
ՈՐՈՎԱՅՆԱՊԱՇՏ — (ի, աց կամ ից.) NBH 2 0535 Chronological Sequence: Unknown date, 14c ա. γαστρίδουλος, κοιλιόδουλος ventris servus, ventri deditus. Պաշտօնեայ որովայնի. ծառայ որկորոյ. *Ո՛վ թէ քանի՞ է կուրութիւն մտաց տգիտաց եւ որովայնապաշտաց. Ոսկիփոր.: *Սողուն ասէ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)